- νεμεόβιος
- οεντομολ. γένος λεπιδόπτερων μικρόσωμων ερυθρόχρωμων εντόμων που απαντούν σε υγρά δάση κατά τη διάρκεια τού θέρους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ αγγλ. nemobius < νεολατ. nemobius < νέμος «δάσος, άλσος» + bius (< βίος)].
Dictionary of Greek. 2013.